Ονώριος B’

Ονώριος B’
(1009 – 1072). Αντίπαπας της Ρώμης (1061). Αρχικά διετέλεσε επίσκοπος Πάρμας με το όνομα Πέτρος Καδάλοος. Εξελέγη πάπας από τη Σύνοδο της Βάδης, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και του λομβαρδικού κλήρου, για να αντιπράξει στον Αλέξανδρο B’, που είχε εκλεγεί από τον ιταλικό κλήρο. Με τη βοήθεια των λομβαρδικών στρατευμάτων και του επίσκοπου Άλβας Μπέντσο, κατέλαβε τη Ρώμη και έδιωξε από το Βατικανό τον Αλέξανδρο, που οχυρώθηκε στο Καπιτώλιο. Ωστόσο δεν εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, αλλά μετέβη στην Πάρμα, όπου περίμενε να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα της Συνόδου του Άουγκσμπουργκ, στην οποία είχε ως κύριο υποστηρικτή τον αρχιεπίσκοπο Βρέμης Αδαλβέρτο. Όταν όμως η σύνοδος αυτή δεν πήρε καμιά ουσιαστική απόφαση, ο Ο.Β’ κατέλαβε τη Λεοντίνη συνοικία των ευγενών της Ρώμης και τον Άγιο Πέτρο, τελικά όμως υποχρεώθηκε, μετά την έντονη αντίδραση του λαού, να καταφύγει στο φρούριο του αυτοκρατορικού συγκλητικού κένσιου. Εκεί έμεινε έως το 1064 έτος που συγκλήθηκε η Σύνοδος της Μάντουας, που επικύρωσε οριστικά την εκλογή του Αλέξανδρου B’ και αφόρισε τον Ο.Β’ Παρά το μέτρο αυτό, ο Ο.Β’ εξακολούθησε να στέλνει παπικές βούλες έως το 1072 οπότε και πέθανε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αθάουλφος — (; – 415 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων (410 415). Ήταν αδελφός της συζύγου του Αλάριχου. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης το 410, ο Αλάριχος πέθανε και την αρχηγία των Βησιγότθων ανέλαβε ο Α. Ο αυτοκράτορας Ονώριος συμφιλιώθηκε μαζί του, τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Αλάριχος — Όνομα δύο βασιλιάδων των Βησιγότθων. 1. Α. Α’ (Πεύκη, Δέλτα του Δούναβη 370 – Κοσέντσα, Ιταλία, 410). Βασιλιάς των Βησιγότθων (395 410). Αρχηγός στρατιάς Βησιγότθων, μισθοφόρων του ρωμαϊκού κράτους, προσπάθησε μετά τον θάνατο του Θεοδόσιου (395)… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ραβένα — (Ravenna). Πόλη της βόρειας Ιταλίας, 13 χλμ. από την αδριατική ακτή, με την οποία επικοινωνεί μέσω του καναλιού λιμανιού Κορσίνι· πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1859 τ. χλμ.). Κόμβος σημαντικών συγκοινωνιακών οδών και κέντρο μιας εύφορης… …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”